Το λάθος που φοβήθηκα να κάνω

 

Μεθυσμένες ανάσες, ένοχοι αναστεναγμοί και τα τρεμάμενα δάχτυλά μου να χορεύουν και πάλι στο ρυθμό των αναμνήσεων. Στον πυρετό της απουσίας σου. Δύσκολη η νύχτα μακριά σου, λείπει μέχρι και η μυρωδιά σου απόψε.

Εισέβαλες αιφνίδια στη ζωή μου. Ενσωματώθηκες με θράσος στην καθημερινότητα μου σαν όλα τα ωραία. Σαν όλα εκείνα τα μοιραία γεγονότα που συμβαίνουν μόνο και μόνο για να ξεβολέψουν και να ενεργοποιήσουν. Για να διαψεύσουν και να αφυπνίσουν.

Από την πρώτη κιόλας στιγμή κατάλαβα πως τίποτε δε θα είναι εύκολο μαζί σου. Από τον πρώτο ανατριχιαστικό ήχο εκείνου του μηνύματος. Το πρώτο ανήσυχο πετάρισμα στα στήθια μου, καθώς παρακολουθούσα τις αράδες σου να ξετυλίγονται μπροστά μου. Τις λέξεις σου να χορεύουν σαγηνευτικά κάτω από τη φωτογραφία σου. Αχ εκείνη η φωτογραφία σου, μέρες τώρα την κοιτώ και της μιλάω. Την φιλώ και της λέω “καληνύχτα”. Τη χαζεύω και νιώθω ό,τι τελικά θα μου χαμογελάσει.

Πήγαινε καιρός που είχα συμφιλιωθεί με την ησυχία μου. Με εκείνον τον συμβατικό και ατάραχο τρόπο ζωής που μου παρείχε όλη αυτή την ηρεμία που τόσο βάναυσα είχα στερηθεί τα τελευταία χρόνια. Την νιρβάνα εκείνη που την αναζητούσα διακαώς μέσα σε κείμενα, τραγούδια, συζητήσεις. Την επικαλούμουν σε κάθε ευκαιρία.

Δεν άργησες να με αποδιοργανώσεις. Δεν άργησες να ανατρέψεις όλες μου τις βολικές θεωρίες και τις φιλοσοφικές φαμφάρες περί ηθικής, σχέσεων και κανόνων συμπεριφοράς. Πριν να το καταλάβω είχα υπερβεί κάθε εσκαμμένο. Είχα αποτύχει στη θεωρία μέσα από τις ίδιες μου τις πράξεις.

Η φωνή σου ερεθιστική. Η ομορφιά σου αμαρτωλή. Και αυτός ο τόσο ιδιαίτερος ήχος ειδοποίησης σε κάθε σου μήνυμα… Αυτή η γλυκιά ταχυπαλμία σε κάθε φωτογραφία σου που έβλεπα να αποτυπώνεται στα μάτια μου. Από τη μια στιγμή στην άλλη ακόμα και το μήνυμα σου μου είχε γίνει απαραίτητο.

Και ήταν αυτή η χημεία μας που επαληθευόταν σε κάθε σου λέξη, σε κάθε σου μήνυμα. Που έκανε τη φαντασία μου να εξάπτεται πυροδοτώντας όλες μου τις αισθήσεις. Έδινε άλλες διαστάσεις σε αυτή την εθιστική πια ανάγκη για επικοινωνία μαζί σου.

Πριν να το καταλάβω είχα χάσει τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου, είχα κοπεί στα δυο. Το σώμα και η καρδιά μου γυρόφερναν στην εξωτική ομορφιά σου, μα εκείνη η έρμη και βασανισμένη ψυχή μου, φώναζε ξεκάθαρα πια όχι.

Από τη μια το ηδονικό σου κάλεσμα που πραγματικά με ζάλιζε. Που παρέλυε όλο μου το σώμα κάθε φορά που πρόφταινες να αρθρώσεις μια συλλαβή. Και από την άλλη, εκείνος ο καταραμένος εγωισμός. Το φιλότιμο που σφάδαζε μέσα μου κάθε φορά που το πληγωμένο παιδί στη ψυχή μου πάλευε να κρατηθεί ζωντανό.

Κάθε φορά που σκόρπιζε στις σκάλες του μυαλού αναμνήσεις και ουλές που με τόσο κόπο κατάφερε να κλείσει. Πληγές που τώρα θα άνοιγα εγώ στο πρόσωπο εκείνης. Εκείνης της ευγενικής φυσιογνωμίας που από τη πρώτη κιόλας στιγμή έδινε χωρίς να πάρει. Αποδείκνυε, επαλήθευε, αγαπούσε. Έτσι απλά. Χωρίς να της το ζητήσω, χωρίς να της έχω δώσει τον παραμικρό λόγο. Της ψυχής εκείνης που προσέφερε άδολα και επαληθευόταν μέσα από τα πιο μικρά, τα πιο απλά, τα πιο αληθινά πράγματα.

Δεν γινόταν λοιπόν. Υπέμεινα πολλά για να καταφέρω τελικά να εμπιστευτώ τα τραύματα μου στα αγγελικά της χέρια. Κι εκείνη, ανέχτηκε πολλά για να αποκτήσω σήμερα αυτή μου την ισορροπία. Δεν θα μπορούσα να είμαι εγώ τώρα αυτός που θα μπήξει το μαχαίρι μέσα της. Αν το έκανα αυτό, οτιδήποτε είχα ζήσει, είχα γράψει, είχα πει, θα ήταν απλά ένα ψέμα. Τόσο αυτά, όσο κι εγώ ο ίδιος.

Έμεινα λοιπόν εδώ, συντροφιά με τη φωτογραφία σου να παλεύω να δώσω στη ζωή μου το χρώμα που της έλειπε. Να ανταποδώσω σε αυτή τη ζεστή και στοργική αγκαλιά όλες εκείνες τις θυσίες που έκανε για εμένα, από τη μέρα που απελπισμένος βρέθηκα στο δρόμο της.

Κράτησα αυτήν μας την παρολίγον αμαρτία σαν φυλαχτό γυαλισμένο και επιμελώς κρυμμένο στο θησαυροφυλάκιο της ψυχής μου.

Κι εσένα μάτια μου, σαν τη μούσα που συνωμοτικά θα ορίζει το χέρι μου κάθε φορά που η πένα μου στερεύει. Σαν το καταφύγιο που θα ξαποσταίνει η σκέψη μου κάθε φορά που η ζωή μπροστά μου ανηφορίζει. Σαν το λάθος εκείνο, που τελικά φοβήθηκα να κάνω.

Χατζηκυριάκου Παντελής

”Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει.”

Ονομάζομαι Χατζηκυριάκου Παντελής και είμαι από τη Θεσσαλονίκη. Αν και λογιστής στο επάγγελμα, η σχέση μου με τους αριθμούς παρέμεινε τυπική.

Στα 28 μου παρά κάτι χρόνια, κοιτάζοντας πίσω μου με θυμάμαι από μικρό να αποτυπώνω τις σκέψεις και τις ανησυχίες μου δεξιά κι αριστερά. Άλλες φορές σε ένα παγκάκι σε κάποια από τις παιδικές γειτονιές της δεκαετίας του 90’, αργότερα στο περιθώριο των σχολικών μου βιβλίων, στη συνέχεια σε κάποιο αμφιθέατρο της σχολής μου κι έπειτα σε ένα τεφτέρι που με συντρόφευε καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας μου.

Λάθος επιλογές έκανα και θα κάνω πολλές ακόμη. Όλες τους όμως τις έκανα σε συνάρτηση με τον αθλητισμό και τη γραφή. Αυτά ήταν το οξυγόνο μου. Η εκτόνωση του σώματος και του πνεύματος μου. Οι μόνες σταθερές αξίες σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο που μου θύμιζαν ποιος είμαι και τι θέλω.

Σχόλια

σχόλια