“ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ” – Άννα Γεωργαλή
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή, μια χώρα σαν όλες τις χώρες του κόσμου, στην άκρη ενός δάσους σ’ ένα ξύλινο σπιτάκι ζούσε μια οικογένεια. Οι γονείς και το πανέμορφο κοριτσάκι τους. Ο πατέρας, ακούραστος δουλευτής, έκανε όποια δουλειά έβρισκε. Πότε χτίστης, πότε κηπουρός κι ότι άλλο χρειαζόταν. Σημασία είχε πως ποτέ δεν παραπονιόταν και πάντα γύριζε με το χαμόγελο στα χείλη στο σπίτι του και πάντα κάτι έκρυβε στην τσέπη του για την αγαπημένη του κoρούλα. Μια καραμέλα ή ένα γλειφιτζούρι, ένα παιδικό παιχνιδάκι ή κάποιο βιβλίο με όμορφες ζωγραφιές. Η μικρούλα με ματάκια που γυάλιζαν έτρεχε στην αγκαλιά του, του έδινε ένα ολόγλυκο φιλί κι έχωνε το χεράκι της στην τσέπη του για ν’ ανακαλύψει τον θησαυρό της. Η γυναίκα καλόκαρδα τον μάλωνε «Την κακομαθαίνεις άντρα μου». Μα εκείνος έλεγε, «Δεν πειράζει, γυναίκα. Με ξεκουράζει τόσο να την βλέπω χαρούμενη». Έτσι όμορφα περνούσαν οι μέρες τους και το κοριτσάκι μεγάλωνε μέσα στην αγάπη των γονιών της και γινόταν ένα πανέμορφο πλάσμα, ζηλευτό και χαρούμενο, που σαν πήγαινε με τον πατέρα της στην πόλη, όλοι γύριζαν και θαύμαζαν την ομορφιά της και τα χρυσά κυματιστά μαλλιά της.
Ήρθαν όμως δύσκολοι καιροί. Οι δουλειές άρχισαν να λιγοστεύουν και η καθημερινότητα ήταν δύσκολη για τους ανθρώπους. Ο καλός πατέρας δεν έβρισκε πια δουλειά Καθημερινά γύριζε άπραγος στο σπίτι με τη καρδιά του βαριά και την τσέπη του άδεια για την κόρη του που αν και είχε μεγαλώσει, πάντα κρατούσε ένα δώρο για κείνη. Όμως πια δεν υπήρχαν χρήματα ούτε για φαγητό. Η χαρά χάθηκε από το σπίτι τους. Η αγωνία τους την είχε κλέψει. Μια μέρα λοιπόν, ανακοίνωσε στην γυναίκα και την κόρη του πως θα πάει στο δάσος να κόψει ξύλα να τα πουλήσει. Στο κορίτσι δεν άρεσε αυτή η απόφαση, όμως ο πατέρας δεν έβρισκε άλλη λύση. Έτσι κι έγινε. Μπήκε στο δάσος κι έκοψε μπόλικα ξύλα και τα μετέφερε στην πόλη όπου και τα πούλησε. Με τα χρήματα αγόρασε όσα χρειάζονταν στο σπιτικό τους και μια κόκκινη κορδέλα για τα μαλλιά της κόρης τους. Αυτό σιγά σιγά έγινε η δουλειά του. Μόλις τέλειωναν τα χρήματα έκοβε ξύλα και τα μοσχοπουλούσε στην αγορά, άλλοτε για καυσόξυλα κι άλλοτε για να γίνουν έπιπλα στα χέρια των μαραγκών και των επιπλοποιών. Κάθε φορά έμπαινε όλο και πιο βαθιά στο δάσος, και δεν έστεκε πια να θαυμάσει την ομορφιά του. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να κόψει μπόλικα ξύλα. Δεν παρατήρησε πως λίγο λίγο τριγύρω του έμενε ο τόπος γυμνός. Δεν ένιωθε τα φύλλα να σαλεύουν με το αεράκι, δεν άκουγε τα πουλιά να τραγουδούν που αφού λιγόστευαν τα δέντρα, είχαν πετάξει μακριά. Ο τόπος ερήμωνε και ξεραινόταν. Ο άνθρωποι έβλεπαν το δάσος έτσι μαραζωμένο και ξερό και δεν ήθελαν πια να το επισκέπτονται. Μα ο ξυλοκόπος κάθε φορά όλο και βαθύτερα έμπαινε στο δάσος γεμάτος απληστία να κόψει και να πουλήσει όλο και περισσότερα ξύλα.
Μια μέρα προχωρώντας και ψάχνοντας κάποιο δέντρο που να έχει χοντρά και γερά κλαδιά αντίκρισε ένα πανέμορφο δέντρο. Το μόνο εκεί γύρω που ο κορμός του ήταν χοντρός και τα κλαδιά του απλωνόταν τεράστια με φύλλα πυκνά και γυαλιστερά. Στην κορυφή του ένα πουλί καθόταν σιωπηλό και λυπημένο, γιατί είχε απομείνει μόνο του. Στάθηκε ο ξυλοκόπος για μια στιγμή δισταχτικός. Ήταν τόσο όμορφο τούτο το περήφανο δέντρο που σαν να το λυπήθηκε. Για μια στιγμή όμως μόνο και πήρε την απόφαση. Σήκωσε το τσεκούρι του και έριξε την πρώτη τσεκουριά στο δέντρο. Εκείνη τη στιγμή κάτι παράξενο συνέβη. Το δέντρο άρχισε να κινείται, χαμήλωσε τα κλαδιά του που τον τύλιξαν ολόκληρο και τον έδεσαν στον κορμό του επάνω. Έτσι το δέντρο τον φυλάκισε πάνω του. Έγινε ένα μαζί του. Ο ξυλοκόπος άρχισε να κλαίει και να παρακαλά να τον αφήσει να φύγει, όμως το δέντρο, άλλο παράξενο και τούτο, μίλησε και του είπε. «Πρέπει να συλλέγεις την ομορφιά της φύσης με την ψυχή σου κι όχι να την καταστρέφεις. Κοίταξε γύρω σου και πες μου, τι βλέπεις.» Ο δύστυχος άντρας κοίταξε και μόνο τότε είδε το μέγεθος της καταστροφής που ο ίδιος με τα χρόνια είχε προκαλέσει. Όλα γύρω ξερά, η γη σκασμένη σα να είχαν στερέψει όλα τα νερά και χαντάκια είχαν ανοιχτεί παντού. Τα ζωάκια που άλλοτε έτρεχαν μέσα στο δάσος και ξεπετάγονταν μέσα από τους θάμνους, είχαν εξαφανιστεί. Μια ερημιά επικρατούσε παντού. Τότε κατάλαβε τι έκανε τόσο καιρό, μα ήταν πια αργά. Ήταν φυλακισμένος σφιχτά στον κορμό του δέντρου.
Στο μεταξύ είχε αρχίσει να πέφτει η νύχτα και η γυναίκα του με την κόρη του ανήσυχες τον περίμεναν να γυρίσει, ώσπου έπεσε σκοτάδι βαθύ και δεν μπορούσαν δυο γυναίκες μόνες να κάνουν τίποτα. Αποφάσισαν να περιμένουν να ξημερώσει μήπως και γυρίσει, όμως μάταια. Ήρθε το πρωί και ο ξυλοκόπος δεν είχε φανεί ακόμα. Ξεκίνησαν λοιπόν να τον ψάξουν. Μπήκαν στο δάσος ψάχνοντας , καλώντας τον συνέχεια μήπως και τις ακούσει, κι όλο και προχωρούσαν πιο βαθιά. Όμως δεν κατάφεραν τίποτα. Ο αέρας μετέφερε τις φωνές τους και ο ξυλοκόπος τις άκουγε μα δεν μπορούσε να μιλήσει. Σαν βράδιασε αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω και την άλλη μέρα να ψάξουν ξανά. Έτσι κι έγινε, κι αυτό συνεχίστηκε για μέρες, χωρίς αποτέλεσμα. Η γυναίκα του από τη στενοχώρια της αρρώστησε βαριά και το κορίτσι απελπισμένο δεν ήξερε τι να κάνει για να την συνεφέρει. Πήγαινε κάθε μέρα μόνο του στο δάσος αναζητώντας κάποιο ίχνος του πατέρα της, χωρίς αποτέλεσμα. Η απελπισία της δεν λεγόταν.
Μια μέρα ενώ περιπλανιόταν, κουρασμένη καθώς ήταν, κάθισε χάμω να ξεκουραστεί. Ένιωσε το χώμα σκληρό να της πληγώνει το σώμα, έψαξε τριγύρω μήπως βρει λίγο νερό να ξεδιψάσει, μα τίποτα. Πικράθηκε με την τόση ασχήμια κι άρχισε να κλαίει. «Φρούστττ…» άκουσε κι ένα πουλάκι ήρθε και κάθισε στο χέρι της. Το χάιδεψε τρυφερά κι άφησε ένα δάκρυ της να κυλήσει στα φτερά του και τότε το πουλάκι μίλησε με ανθρώπινη φωνή και της είπε «Εγώ ξέρω πού είναι ο πατέρας σου». «Καλό μου πουλάκι σε θερμοπαρακαλώ. Πες μου πού είναι ο πατερούλης μου.» είπε με την ελπίδα ζωγραφισμένη στα μάτια του το κορίτσι. «Για να γίνει αυτό πρέπει να δώσεις τη ζωή σου για τη ζωή των άλλων» της είπε. «Να δώσεις πράγματα πολύτιμα για σένα, ώστε να ξεπληρώσεις το κακό που έκανε ο πατέρας στο δάσος.» «Θα το κάνω !» είπε πρόθυμα το κορίτσι. «Μη βιάζεσαι κι άκου» είπε το πουλί. «Προχώρησε ίσια κι όταν απαντήσεις έναν γέρο να κάθεται σ’ έναν βράχο πλησίασε κι αυτός θα σου γυρέψει κάτι δικό σου. Σκέψου τότε και κάνε ότι σου πει η καρδιά σου.»
Το κορίτσι σηκώθηκε κι άρχισε να προχωράει ανυπόμονα, ώσπου πράγματι αντίκρισε έναν γέρο να κάθεται πάνω σ’ έναν βράχο που έκλεινε το πέρασμα του δρόμου, τα λιγοστά κάτασπρα μαλλιά του ανέμιζαν στο κρανίο του. Τον πλησίασε κι αυτός την κοίταξε και της είπε, «Να σ’ αφήσω να περάσεις; Κοίτα γύρω σου πώς ξεράθηκαν και στέρεψαν όλα. Φταίει ο πατέρας σου που έκοβε τα δέντρα. Για να φυτρώσει πάλι χορτάρι και να βλαστήσουν τα δέντρα χρειάζεται νερό και για να γίνει αυτό πρέπει να έρθει βροχή. Η βροχή μας ζήτησε να σκορπίσουμε τα χρυσά σου μαλλιά στον αέρα για να’ρθει.» Το κορίτσι δεν δίστασε ούτε στιγμή, άφησε τον γέρο να κόψει τα όμορφα μακριά της μαλλιά. «Λίγο το κακό» σκέφτηκε «αν είναι να βρω τον πατέρα μου.» Ο γέρος παραμέρισε και την άφησε να δρασκελίσει τον βράχο και να προχωρήσει. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ακούστηκε ο ήχος της βροχής που πλησίαζε που άρχισε να πέφτει δυνατή και να ποτίζει τη διψασμένη γη. Όσο έπεφτε τόσο και ξεπετάγονταν από παντού τρυφερά χόρτα και τα κλαδιά των δέντρων αποκτούσαν φύλλα καταπράσινα κι όλα γύρω ζωντάνευαν. Μα το κορίτσι δεν στάθηκε διόλου να χαρεί αυτή την ομορφιά. Μάζεψε φύλλα και κλαδιά και τα τύλιξε στο σώμα της να προστατευτεί από την βροχή και συνέχισε τον δρόμο της μέχρι που νύχτωσε. Κατάκοπη ξάπλωσε στο βρεγμένο χώμα να κοιμηθεί. Όταν έφεξε κι άνοιξε τα μάτια της το ίδιο πουλάκι είχε καθήσει στο χέρι της. «Έκανα αυτό που μου είπες πουλάκι μου. Θα με πας στον πατέρα μου;» το ρώτησε. « Δεν τέλειωσες ακόμα» της είπε. «Χρειάζεται και κάτι άλλο για να πειστεί το δάσος πως το αγαπάς. Προχώρησε ίσια και θα συναντήσεις μα γριά. Αυτή θα σου πει τι να κάνεις.» Ξεκίνησε πάλι το κορίτσι και πράγματι δεν άργησε να συναντήσει μια γριά που στεκόταν καταμεσής του δρόμου και σαν τη χαιρέτησε, της είπε «Αν θέλεις να περάσεις , στάσου κι τέντωσε τ’ αυτιά σου και πες μου αν ακούς πουλάκια να τραγουδούν στα κλαδιά.» Όσο όμως και να προσπάθησε το κορίτσι δεν ακουγόταν τίποτα. «Τρόμαξαν κι έφυγαν όταν ο πατέρας σου έκοψε τα δέντρα κι ένα δάσος χωρίς τους μουσικούς του είναι δυστυχισμένο» της είπε η γριά. «Τι μπορώ να κάνω» είπε το κορίτσι; «Αν με αφήσεις να σου πάρω τη γλυκιά σου τη φωνή και να την αφήσω ν’απλωθεί στον αέρα θα την ακούσουν τα πουλιά και θα γυρίσουν.» « Μα τη φωνή μου; »είπε με λύπη το κορίτσι. «Μου είναι πολύτιμη». «Και τα πουλιά είναι πολύτιμα για το δάσος» είπε η γριά. Το κορίτσι δεν δίστασε άλλο, δέχτηκε. «Δεν πειράζει» σκέφτηκε, «έχω τα μάτια μου να χαίρομαι όλα τα όμορφα πράγματα» Η γριά με μια κίνηση μαγική της αφαίρεσε τη φωνή και την άφησε να περάσει. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ο αέρας γέμισε από υπέροχες τρίλιες πουλιών απ’ άκρη σ’ άκρη του δάσους και χαρούμενα τιτιβίσματα και πετάγματα που χαιρόταν η ψυχή σου να τ’ ακούει.
Όταν νύχτωσε, ξάπλωσε πάλι να κοιμηθεί και έκανε έναν ύπνο ελαφρύ καθώς την νανούριζαν τα κελαηδίσματα των πουλιών. Το ξημέρωμα βρήκε πάλι στο χέρι της το πολύχρωμο πουλάκι. «Καλά τα πήγες ως τώρα» της είπε «και σ’ ευχαριστώ που γύρισαν όλοι οι φίλοι μου. Είχα απομείνει ολομόναχο σαν είχαν πετάξει μακριά» και σα να μάντεψε την ερώτηση του κοριτσιού που δεν είχε πια φωνή να μιλήσει είπε, «Δεν μου έκανε καρδιά ν’ αφήσω το αγαπημένο μου δέντρο και να φύγω κι εγώ μακριά». Ήταν τόσο λυπημένο που το κορίτσι συγκινήθηκε με την τόση αγάπη του πουλιού. «Τώρα θα με πας στον πατέρα μου;» είπαν τα μάτια της στο πουλί. «Ακόμα μια δοκιμασία και τέλειωσαν τα βάσανα σου» της είπε. «Θα προχωρήσεις ίσια και όταν συναντήσεις ένα μικρό παιδί αυτό θα σου πει τι πρέπει να κάνεις» είπε το πουλάκι και πέταξε μακριά της. Σηκώθηκε το κορίτσι και πήρε ξανά το δρόμο. Μετά από μισής μέρας περπάτημα είδε ένα παιδί που ήταν σκαρφαλωμένο σ’ ένα κλαδί δέντρου, που είχε χαμηλώσει και έφραζε το δρόμο. Στάθηκε και περίμενε ν’ ακούσει τι θα της ζητήσει. Το παιδί με λυπημένη φωνούλα της είπε «πρέπει να χαρίσεις στο δάσος κάτι πολύτιμο, τα μάτια σου, για να κλείσουν οι πληγές του από τα χτυπήματα του πατέρα σου.» Πόνος καθρεφτίστηκε στα μάτια της, «Πώς θα βλέπω εγώ την τόση ομορφιά γύρω μου» σκέφτηκε; «Την ομορφιά την νιώθεις με την ψυχή απάντησε το παιδί» που μάντεψε την ερώτηση της. Δάκρυσε το κορίτσι και έτρεξαν τα δάκρυα της στο χώμα κι όπου έπεφταν φύτρωναν μικρά άσπρα λουλουδάκια. Σαν στέρεψαν τα δάκρυά της συμφώνησε να χαρίσει τα μάτια της στο δάσος. Έτσι κι έγινε. Με μια κίνηση μαγική το παιδί, της πήρε τα μάτια και μετά πιάνοντάς την απαλά από το χέρι της είπε «Πάμε! Θα σε οδηγήσω στον πατέρα σου.» Περπάτησαν όλη την υπόλοιπη μέρα και σαν έπεσε σκοτάδι το παιδί σταμάτησε κάτω από ένα τεράστιο δέντρο με πυκνό φύλλωμα. «Είναι πια νύχτα» της είπε. «Ξάπλωσε εδώ κάτω από το δέντρο και το πρωί θα έχουν τελειώσει όλα» είπε και χάθηκε. Το κορίτσι αποκαμωμένο από την κούραση ξάπλωσε.
Τότε κάτι παράξενο έγινε. Τα κλαδιά χαμήλωσαν μέχρι που την σκέπασαν απαλά και μια δροσιά της χάιδεψε τρυφερά τα μάγουλα και παρά τη λύπη της έκανε τον πιο γλυκό ύπνο της ζωής της. Ήταν τα χέρια του πατέρα της, που ζούσε μέσα στο δέντρο όλο αυτό τον καιρό και που τώρα αργά αργά ξέσφιγγε τον κλοιό του και τον άφηνε ελεύθερο. Κάθισε κάτω από το δέντρο και πήρε αγκαλιά την κοιμισμένη κόρη του. Πήγε να χαϊδέψει το μέτωπό της με αγάπη και σαν από θαύμα άρχισαν να μακραίνουν ξανά τα όμορφα ξανθά μαλλιά της. Της ψιθύριζε μυριάδες λόγια αγάπης στο αυτί και άφησε τα δάκρυά του να τρέξουν καυτά πάνω στο πρόσωπό της, μετανιωμένος για όσα τράβηξε για χάρη του. Και τότε το κορίτσι ξύπνησε από τον βαθύ του ύπνο και αντικρίζοντας τον χαμένο πατέρα της κατάλαβε πως είχε ξανά τα μάτια της. «Πατέρα μου !» της βγήκε δυνατή μια κραυγή και κατάλαβε πως είχε ξανά τη φωνή της. Άπλωσε το χέρι της κι άγγιξε το κεφάλι της και ένιωσε το μετάξι των μαλλιών της. Έπεσε στην αγκαλιά του πατέρα της κλαίγοντας κι αυτή ,από χαρά αυτή το φορά. «Κόρη μου αγαπημένη» είπε ο ξυλοκόπος «Πώς να σ’ ευχαριστήσω που θυσίασες για μένα τις χαρές της ζωής σου;» «Το χρωστάς στην αγνή, καλοσυνάτη ψυχή του παιδιού σου» του είπε το δέντρο «που σε αφήνω ελεύθερο και ποτέ πια να μη πληγώσεις το δάσος.» Ο ξυλοκόπος το υποσχέθηκε και παίρνοντας την κόρη του από το χέρι γύρισαν στο σπίτι τους όπου η γυναίκα του δεν είχε σταματήσει να κλαίει μέρα και νύχτα και για τους δυο.
Δεν πίστευε στα μάτια της σαν τους είδε να μπαίνουν αγκαλιά στο σπίτι. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες γλένταγαν χαρούμενοι και όταν πια τα είπαν όλα και χόρτασαν ο ένας την αγκαλιά του άλλου ο ξυλοκόπος σκέφτηκε κάτι. Μάζεψε τους κατοίκους του χωριού και τους είπε όσα έζησε μέσα εκεί βαθιά στο δάσος. Τους μίλησε για την ομορφιά του που είχε μαραθεί και για τις χαρούμενες φωνές των ανθρώπων που είχαν πάψει ν’ ακούγονται. Σκέφτηκε λοιπόν να γίνει ο φύλακας του δάσους, να φροντίζει τα δέντρα και τα ζώα και τα πουλιά απ’ όποιον θα τ’ απειλεί και οι άνθρωποι συμφώνησαν να δίνουν από λίγα χρήματα ο καθένας, σαν αμοιβή, ώστε να μη λείψει το φαγητό στο σπίτι τους. Έτσι το δάσος του μικρού χωριού ξαναβρήκε τη ζωντάνια του. Άνθιζαν τα λουλούδια και πρασίνιζαν κάθε άνοιξη τα φύλλα των δέντρων και παντού τραγουδούσαν τα πουλάκια χαρούμενα και μικρά ζωάκια κρύβονταν στους θάμνους, λαγοί και σκιουράκια και πιο βαθιά περήφανα ελάφια. Οι άνθρωποι που το έβλεπαν ξανά τόσο όμορφο πήγαιναν κι έκαναν εκεί τις εκδρομές με τα παιδιά τους και το δάσος ζωντάνευε με τις χαρούμενες φωνές των παιδιών και κούναγε χαρούμενα τα φύλλα του και σκόρπιζε γλυκιές μελωδίες κι ευωδιές παντού.
Από τότε έζησαν όλοι ήσυχα κι αρμονικά!
Άννα Γεωργαλή