Το πανηγύρι
Όλα έτοιμα για το πανηγύρι του χωριού. Οι πάγκοι στημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο με τάξη, οι μικροπωλητές χαμογελαστοί πίσω από αυτούς, η πραμάτεια τους έτοιμη να πουληθεί.
Όλων των λογιών τα μικροπράγματα τοποθετημένα όμορφα και διαθέσιμα σε πολλά χρώματα και σχέδια. Κουζινικά, είδη για το μπάνιο, ρούχα με λουλουδάτα σχέδια, παιχνίδια που θυμίζουν μιαν άλλη εποχή. Μια μπαλαρίνα να φέρνει στροφές πάνω σε ένα μουσικό κουτί με ένα θλιμμένο χαμόγελο θαρρείς, ένας κλόουν κάπως τρομακτικός που τον φοβούνται τα παιδιά και κανένα δεν τον θέλει, μια ξύλινη σβούρα που αναζητά την χαμένη της αίγλη. «Φρέσκοι λουκουμάδες!», ακούγεται μια φωνή διαπεραστική και επαναλαμβανόμενη, κάπως ενοχλητική.
Κόσμος πάει και έρχεται. Άνθρωποι με τα καλά τους ρούχα, γυναίκες με κόκκινα ζωγραφισμένα χαμόγελα και κοπέλες σαν δροσερά λουλούδια βολτάρουν στο πανηγύρι.
«Προσφορές, παίρνεις 3 πληρώνεις 2, όλα σε τιμή ευκαιρίας!» φωνάζουν οι μικροπωλητές. Όλα έχουν την τιμή τους, οι πελάτες κάνουν παζάρια, οι πωλητές άλλοτε τα δέχονται, άλλοτε όχι, όμως πάντα πληρώνονται, μόνο εκείνη…
Εκείνη στέκει σε μια γωνιά, πίσω από τον μικρό της πάγκο, χαμογελαστή και κουρασμένη. Δεν πουλάει την πραμάτεια της πάρα μόνο τη χαρίζει.
«Περάστε κόσμε!» λέει. «Φτάνουν για όλους τα αγαθά μου! Έχω πολλή καρδιά ακόμα!». Τα μαλλιά της μαδημένα. Τα έδωσε κάποτε σε κάποιον για να σκουπίσει το αίμα από τις πληγές του. Το χέρια της δαγκωμένα από φίλους που προσπάθησε να σηκώσει όταν πέσανε. Τα μάτια της θολωμένα από τα δάκρυα που μάζεψε και τα δώρισε για φυλαχτό σε κάποιον άλλο. Τα γόνατά της τσακισμένα από τις προσευχές. Και η καρδιά της… Η καρδιά της ρημαγμένη. Κάθε ένας άνθρωπος που πέρασε από τη ζωή της τον κερνούσε καρδιά. Όλη σχεδόν της την φάγανε κι’όμως ακόμα χτυπούσε. «Περάστε κόσμε! Δεν πουλάω, χαρίζω! Έχω κι’ άλλα μαλλιά, έχω κι’άλλα δάκρυα! Τα χέρια και τα γόνατά μου αντέχουν ακόμα! Για περάστε!». Κανείς όμως δεν την πλησιάζει. Ο κόσμος δεν το εκτιμά το δωρεάν. Βλέπεις κάθε πράγμα έχει την τιμή του. Θέλει να πληρώσει για να το πονέσει το κάθε απόκτημά του ο άνθρωπος.
Μια παρέα νεαρών παιδιών, όμως, που δεν έχει χρήματα χιμάει επάνω της με λύσσα και παίρνει το κάθε ένα και από κάτι. Κυρίως όμως κατασπάραξαν ό,τι είχε απομείνει από την καρδιά της. Με μανία άρχισαν να τη γεύονται και εκείνη έκλαιγε από τους πόνους.
Φύγανε χορτασμένοι και γελώντας αφήνοντας ένα ανθρώπινο ερείπιο πίσω να φωνάζει με όση φωνή του είχε απομείνει: «Περάστε κόσμε! Έχω κι’ άλλη καρδιά και για εσάς! Δωρεάν τη δίνω! Τη χαρίζω, δεν την πουλάω!» .
Άλλωστε εκείνη ήξερε καλά ότι όσο δίνεις καρδιά τόσο αυτή δυναμώνει και αναγεννάται.
Εύα Κοτσίκου