“Το προξενιό” – Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα
Ήτανε καλοκαίρι, κοντά στης Παναγίας, που την προξένεψαν δεκαεπτά χρονώ λουλούδι για νύφη του Σήφη του Λεβεντογιωργάκη, από τα Σίσαρχα Ρεθύμνου, κοντά στ’ Ανώγεια. Μικρός ο τόπος, σαράντα νοματαίοι όλοι κι όλοι όσοι ψήφιζαν εκεί στο χωριό. Αν πρόσθετες μαζί τα κοπέλια τους και τα κοράσια τους, κι αν έβαζες και τις κυράδες και τους γερόντους, ίσα που γέμιζαν την εκκλησιά σαν μαζεύονταν όλοι μαζί τη Λαμπρή. Κι όλοι ανεξαιρέτως το ‘χαν για μεγάλη τύχη να μπεις στην οικογένεια του Σήφη. Κι έτσι ομόφωνα το ενέκριναν όλοι οι άντρες το πάντρεμα, όταν το συζήτησαν στον καφενέ, ένα απόγεμα δυό βδομάδες πριν τον Δεκαπενταύγουστο.
Έτσι τις παίρνανε εκεί τις αποφάσεις για τους γάμους και τις κουμπαριές, όλοι μαζί, στον καφενέ, για να ‘χουν σίγουρο το πρόσταγμα και το κουμάντο του τόπου. Έτσι το πήραν και στο λαιμό τους αυτό το κρίμα, χωρίς να λογαριάσουνε πως ο Νικήτας, ο γιός του Λεβεντογιωργάκη, ήτανε ένα τομάρι και μισό, ένας ακαμάτης μέθυσος, που το μόνο που ‘ξερε να κάνει καλύτερα απ’ όλα, ήτανε να τρώει το βιός του πατέρα του. Η Κρινιώ, απ’ την άλλη, ήτανε κορίτσι μάλαμα, όμορφη σαν ξωτικό και νοικοκυρούλα διαλεχτή. Μα είχε κι έξι αδέρφια μικρότερα και για πατέρα τον Πετρή τον Κάββαλο, τον Κοινοτάρχη. Κοινοτάρχης μεν άφραγκος δε. Βλέπεις τον έτρωγε η ιδεολογία κι ό,τι είχε και δεν είχε το έκανε μεράδι στους χωριανούς. Κι έτσι αποφάσισε η μάζωξη πως το μόνο δίκαιο ήτανε να πάρει η Κρινιώ τον Νικήτα.
Ο γάμος έγινε σε στενό κύκλο. Ήτανε καλεσμένοι δηλαδή μόνο οι κάτοικοι του χωριού τους. Το γλέντι γίνηκε μετά στο προαύλιο της εκκλησιάς. Κι έντεκα μήνες ύστερα γίνηκε και το πρώτο παιδί του Νικήτα. Ένας αγόραρος τρεισήμισι κιλά, υγιέστατος και ζωηρός. Την παίδεψε για τα καλά την μάνα του μέχρις να βγει. Αλλά χαλάλι. Καρτέρα τι θ’ άκουγε η δόλια η Κρινιώ έτσι και ξέρναγε η μήτρα της κάνα κορίτσι… Κι όχι μόνο τι θ’ άκουγε, μα τι θα μάζευε κιόλα. Ήτανε μακρύ το χέρι του Νικήτα, την είχε καταχερίσει ήδη τρεις φορές. Την μία γιατί δεν τ’ άρεσε το φαϊ, την άλλη γιατί τόλμησε να τον ρωτήσει τι ώρα θα επέστρεφε σπίτι, ένα βράδυ απ’ τα πολλά που γύρναγε όξω. Την τρίτη όταν του ‘πε πως είχε δυό μήνες να δει τα έμμηνα και πως καρτέραγε παιδί.
«Και ποιόν αρώτηξες μωρή και πήγες και γκαστρώθηκες;» της είχε πει της κακομοίρας κι έμεινε εκείνη και τον κοίταγε σαν χαζή.
«Μα πώς να φυλαχτώ αφέντη, αφού εσύ δεν…» τόλμησε να του αντιγυρίσει, μα δεν πρόλαβε να τον αποσώσει τον λόγο της. Το βαρύ του χέρι αποτύπωσε την παλάμη του στο τρυφερό της μάγουλο κι οι αυλακιές εφαίνονταν κατακόκκινες για τρεις μέρες γεμάτες, πριν υποχωρήσουν τελικά σε μελανιά.
Τέτοιος ήτανε ο λεγάμενος. Τσατίζονταν μ’ ό,τι του χάλαγε τη βολή του. Βέβαια μετά του άρεσε που δε θα ‘χε «τα ματωμένα της μουνόπανα για δικαιολογία κάθε μήνα», όπως αναίσχυντα την κατηγόρησε, που δεν τον άφηνε να την εγγίσει εκείνες τις μέρες του μήνα. Κι αν ήλπισε η Κρινιώ πως θα ‘δειχνε ο άχρηστος κάποιο σέβας στο γεγονός πως περίμενε το παιδί του, φρούδες οι ελπίδες. Εκείνος ρίχνονταν απάνω της σα μανιασμένος ταύρος μέχρι και δυο μέρες πριν γεννήσει η φτωχιά. Τις πιο πολλές φορές, μάλιστα, τον ήταν τύφλα απ’ τη ρακή. Μόνη της παρηγοριά που πήδαγε σαν τον κόκορα και δε βάσταγε πολύ το μαρτύριό της. Κι ούτε μια φορά δεν αντιστάθηκε, από φόβο μην την χτυπήσει άσκημα και πάθει ζημιά το σπλάχνο της.
Κι έπειτα, στα γεννητούρια, εκείνος καμάρωνε για τον γιο, ο άντρας ο ντελικανής, ο άξιος, που ο σπόρος του έβγαλε σερνικό. Και κέρναγε ρακή και λουκουμάδες όλους στον καφενέ, κατά το έθιμο. Κι οι μπαλοθιές, που ρίξανε, τραντάξανε όλο το χωριό για ώρες, για μέρες.
Γύρισαν στους ρυθμούς τους ξανά μετά από μια βδομάδα γλέντι. Και ξεμέθυστος κατάλαβε πως τον ενοχλούσε το κλάμα του παιδιού. Και σαν είδε κι απόειδε πως την Κρινιώ δεν θα την στρίμωχνε έτσι που αιμορραγούσε, τ’ αποφάσισε και πρόσταξε να του στρώνουν εφεξής στον ξενώνα. Κι έτσι μπόρεσε η λεχώνα να σαραντίσει χωρίς τις βρισιές και τις ορέξεις του.
Ο καιρός κύλισε. Οι μέρες τις ευτυχίας ήταν εκείνες που ο Νικήτας έλειπε. Πότε σε κυνήγια. Πότε κατέβαινε στην πόλη. Τότε κι η Κρινιώ μπορούσε να ευχαριστιέται το σπλαχνάκι της. Να κυκλοφοράει άφοβα μέσα στο σπίτι. Να βγαίνει στην αυλή.
Μέχρι που πέρασε ένα τρίμηνο κι ήρθε ξανά ο σάτυρος και κατσικώθηκε στη συζυγική την κλίνη. Και ξεκίνησε και πάλι ο Γολγοθάς της. Κι υπόφερε αγόγγυστα η Κρινούλα, την ώρα που της πασπάτευε τα στήθια της τα πονεμένα από το βύζαγμα, χωρίς έλεος, δίχως μια στάλα τρυφεράδα. Και γύρναγαν τα μέσα της όταν τον άκουγε που βόγκαγε σαν το δαμάλι την ώρα που τελείωνε ιδρωμένος απάνωθέ της. Μα κάθονταν εκείνη καρτερικά για να μην ταράζει το βρέφος που κοιμόταν.
Μια φορά, την ώρα της πράξης, ξύπνησε το βλασταράκι της κι άρχισε κλάμα γοερό. Μα εκείνος δεν την άφηκε να σηκωθεί να το νταντέψει. Κι αυτή τον έσπρωξε. Μαύρη η ώρα. Άφρισε απ’ το κακό του ο τρίβουλος. Την χτύπησε με λύσσα. Τ’ αποτέλεσμα, δυό πλευρά ραϊσμένα κι ένας βγαλμένος ώμος. Κι έπαψε πια να είναι μυστικό πως την χτυπάει, αφού χρειάστηκε να την πάνε στο Ηράκλειο, στο νοσοκομείο. Και δεν την πήγε ο σύζυγος, όχι. Αυτός πήγε στον καφενέ και παρίστανε τον καμπόσο. Κι οι άντρες τον κοίταζαν κι απορούσαν τι να έγινε, γιατί σάμπως να μην τους τα έλεγε και πολύ καλά ο Νικήτας.
Ο πατέρας της την έτρεξε. Και τον ήταν σαν να ΄χε πένθος βαρύ. Τον έτρωγαν οι τύψεις, που συμφώνησε σ’ αυτό το προξενιό. Το ξέρε πως ήταν ακαμάτης ο γαμπρός του, μα λογάριαζε πως τουλάχιστο η κόρη του θα πέρναγε καλή ζωή, χωρίς στερήσεις, χάρη στην περιουσία του συμπέθερου, που ‘μοιαζε γι’ ατέλειωτη. Δεν το ‘βανε ο νους του πως θα περνούσε το παιδί του τέτοια μαρτύρια.
«Μια κουβέντα πες και δε θα βρει παπάς να θάψει», της είπε σιγανά αλλά σταθερά, την ώρα που γυρνάγανε για το χωριό. Εκείνη έφριξε.
«Και τι; Να γένεις φονιάς; Και το κοπέλι μου να μείνει ορφανό;», του απάντησε εκείνη, σκύβοντας περίλυπη το κεφάλι, που θα ‘πρεπε να τον αντέξει τον σταυρό της. Και δεν χρειάστηκε να πει τίποτες άλλο. Τόσο έφτανε για να συνεννοηθούνε πατέρας και κόρη.
Μα σα γύρισε στον καφενέ ο Πετρής κείνο τ’ απόγεμα, στάθηκε θεριό μπροστά στην πόρτα και δεν ζύγωσε κατά τα τραπέζια. Σε μια στιγμή μέσα βουβάθηκε ο τόπος. Κι ήτανε τόσο φαρμακερή η ματιά που έριξε στον γαμπρό του, που τον ήταν ακόμα εκεί και μπεκρούλιαζε αμέριμνος, που αυτός σηκώθηκε κι έκανε μια χειρονομία κι άνοιξε το στόμα τάχαμου να διαμαρτυρηθεί, μα δεν το τόλμησε. Το βούλωσε. Έβαλε την ουρά στα σκέλια, σαν τρομαγμένο κοκόνι, πέταξε ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι και κίνησε να βγει όξω, να φύγει.
Αφού τον ζύγισε καλά με την ματιά του ο Πετρής, αναμέρισε και τον άφηκε να πάει στο διάολο, να πάει!
Για κάμποσο διάστημα, μετά από αυτό το συμβάν, ο Νικήτας δεν τόλμησε να κρούσει ούτε τρίχα απ’ την Κρινιώ. Μάλιστα διέταξε και του ξανά-στρώσανε στον ξενώνα. Κι όσο για το παιδί, ούτε λόγος. Δεν το ‘χε πάρει αγκαλιά ούτε μιάν βολά κι ούτε τον ένοιαζε να πεις πως θα τ’ αποθύμαγε. Πατέρας μόνο στα χαρτιά, κατά τα άλλα μόνο η Κρινιώ εκεί, σήκωνε το βάρος και των δυονών τους στις υποχρεώσεις τους. Μα δεν την ένοιαζε, τόσο που τ’ αγάπαγε το παιδί της. Ο γιός της ήτανε η ζωή της και η χαρά της όλη. Η παρηγοριά της.
Έφτασε ο μικρός και χρόνισε. Τον βάφτισαν Σήφη, κατά πως πρόσταζε το έθιμο, από το όνομα του πεθερού της. Τη μέρα της βάφτισης το παιδί περπάτησε. Μα για κουβέντες, εξόν από το «μάνα», ούτε μία. Κι ενώ το έλεγες παιδί γελαστό, σαν έβλεπε τον πατέρα του κούρνιαζε κοντά στη μάνα του και τον κοιτούσε πίσω απ’ τα φουστάνια της. Ποτέ δεν είχε αφήσει η Κρινιώ να καταλάβει το παιδί τι γομάρι ξεσαμάρωτο ήτανε ο πατέρας του. Ποτέ δεν είχε κλάψει μπροστά του κι ας την χτυπήσει κι άλλες φορές, κι άλλες… Αφού τη γλίτωνε μόνο με τις μύτες της να ματώνουν και τα πλευρά της να πονάνε, δεν παραπονιότανε καθόλου. Της έφτανε που δεν κοιμότανε πια μαζί της. Κι ας ξέσπαγε απάνω της τη λύσσα του με ξύλο. Το μόνο που την έφτανε ήτανε να βλέπει το παιδί της να μεγαλώνει και να γελάει. Μα, όπως φαίνεται, τα παιδιά καταλαβαίνουν πλιό πολλά απ’ όσα τους λένε. Κι ο μικρός Σήφης δε ζύγωνε κοντά στον πατέρα του ποτέ. Μια σταλιά πλάσμα, κι όμως ένιωθε…
Στα βαφτίσια, λοιπόν, που ήτανε μαζεμένο όλο το χωριό, γίνηκε ξεκάθαρο πως όλοι ξέρανε. Οι γυναίκες μαζεμένες γύρω από την Κρινιώ, δεν την αφήνανε μοναχή της ούτε λίγο. Κι οι άντρες δεν χαλάλισαν ούτε μια ευχή δια χειραψίας στον Νικήτα. Τον προσπέρναγαν με ορθωμένο το ανάστημα επιδεικτικά κι έδιναν τις ευχές τους στην Κρινιώ, με σέβας, με μια ντροπή στα μάτια, που ξέρανε και δεν έκαναν κάτι να το τερματίσουνε αυτό το ρεζιλίκι. Έπειτα πήγαιναν και χαϊδεύανε τον μικρό.
«Ίντα κάνεις μωρέ Σηφαλιό; Και του λόγου σου γίνηκες κοντζά κοπέλι! Πότε το ‘συρες τοσονάμπόϊ;», του λέγανε.
Φρούμαξε ο Νικήτας. Ένιωσε το αίμα του να βράζει. Αν δεν ήταν εκεί ο πατέρας του, θα ‘χε τραβήξει την μπιστόλα του και θα την είχε ξαπλώσει στο χώμα την πουτάνα! Που στέκονταν και καμάρωνε για το μπάσταρδο κι αυτόν δεν καταδέχονταν ούτε ματιά να του ρίξει! Μα θα την κανόνιζε! Κι αυτήν, μαζί και το μούλικο που της έσπειρε!
Εκείνο το βράδυ, σαν γύρισαν σπίτι, εκείνος βρόντηξε την πόρτα της αυλής με βία. Της Κρινιώς της κοπήκανε τα γόνατα. Πρώτο της μέλημα να βουτήξει το παιδί στην αγκαλιά και να τρέξει για το σπίτι. Στα μισά την πρόλαβε και της έκανε τα μαλλιά μια χερωσά, τραβώντας το κεφάλι της κατά πίσω. Κι έτσι την έσυρε, απ’ τα μαλλιά, μέχρι τη σκάλα. Τη μάνα και το παιδί στην αγκαλιά της, μαζί. Χωρίς έλεος.
Ο μικρός ξεκίνησε να κλαίει φοβισμένος. Τότε το τέρας παράτησε τη μάνα, βούτηξε το παιδί κώλο – γιακά και το τράβηξε με όση δύναμη είχε, σαν για να το ξεριζώσει θαρρείς από την αγκαλιά της μάνας του. Κι έπειτα το πέταξε στα χώματα. Σα γατί.
«Όϊ!», ούρλιαξε η Κρινιώ ενώ αναλύθηκε σε κλάματα. Όσα δάκρυα βάσταγε τόσον καιρό, όλα μαζί της θολώσανε τα μάτια.
Κι αυτός γύρισε και την κλώτσησε. Κι απάνω στη μανία του παραπάτησε στο κορμί της κι έπεσε καταγής φαρδύς – πλατύς. Βρήκε την ευκαιρία η Κρινιώ κι έσπευσε μπουσουλώντα να φτάσει το σπλάχνο της, που σφάδαζε στο κλάμα. Τ’ άρπαξε με λαχτάρα, το ‘σφιξε στο στήθος της.
«Όφου μωρέ Σηφαλιό μου, όφου!», άρθρωσε με την αγωνία να πάλλεται στη φωνή της.
Ο Νικήτας πάλευε να σηκωθεί μα ευτυχώς το μεθύσι δεν στέκονταν βοηθός. Κι άρπαξε την ευκαιρία η Κρινιώ κι έτρεξε με το παιδί στην αγκαλιά να σπαράζει, ανέβηκε τα σκαλιά δυό – δυό, χώθηκε στο σπίτι κι αμπάρωσε. Κι ύστερα στάθηκε ορθή από πίσω από την πόρτα και την κοιτούσε με τρόμο, καθώς άκουγε τα βήματα του Νικήτα βαριά να ανηφορίζουν.
Έσφιξε το παιδί της απάνω της.
«Σσσ, σώπασε», του ψιθύριζε και του χάιδευε το κεφάλι στην προσπάθειά της να το ηρεμήσει. Η ίδια έτρεμε. Απ’ το φόβο της το αίμα είχε φύγει από το πρόσωπό της. Και πεθαμένη να ‘τανε, πιότερο χρώμα θα είχανε τα μάγουλά της.
Το χερούλι γύρισε μα η πόρτα δεν άνοιγε.
«Άνοιξε μωρή!», της φώναξε ο Νικήτας.
Εκείνη κράτησε μέχρι και την ανάσα της. Τον άκουγε να βροντάει την πόρτα μανιασμένα κι ενστικτωδώς πισωπατούσε σιγά – σιγά. Κι έπειτα άκουσε ένα γδούπο και δυό πνιχτά βογγητά. Κι ύστερα τίποτα. Ησυχία. Κοντανασαίνοντας πήγε στην κουζίνα. Ακούμπησε το παιδί απάνω στο τραπέζι κι άρχισε να το εξετάζει όσο εκείνο έκλαιγε με αναφιλητά.
Είχε γρατσουνιές στο σαγόνι, την μυτούλα και το κούτελό του. Τα χείλη του ήταν ματωμένα. Τα δυό μπροστινά του δοντάκια, τα καινούργια του, το ένα είχε βγει απ’ τη ρίζα και τ’ άλλο έχασκε μισοσπασμένο. Ήταν καταφανές ότι το παιδί είχε πέσει με τα μούτρα κι είχε σουρθεί στο χώμα, απ’ τη φόρα που το τίναξε πέρα ο «πατέρας» του. Όμως, εξόν απ’ την τρομάρα που ‘χε πάρει το κακόμοιρο, δεν είχε πάθει τίποτε άλλο.
Έβαλε νερό σε μια κατσαρόλα και το ζέστανε. Έπειτα το γύρισε σε μια λεκάνη και το δρόσισε με λίγο κρύο. Έγδυσε το παιδί και το έπλυνε με πράσινο σαπούνι. Ύστερα το στέγνωσε με μια χνουδωτή πετσέτα απ’ τα προικιά της, το άλειψε με χαμομηλόλαδο ολούθε, το ‘ντυσε με ρούχα καθαρά, το βύζαξε και το ‘βαλε για ύπνο. Όση ώρα τα έκανε αυτά, με κινήσεις μηχανικές, γρήγορες, το νανάριζε σιγοτραγουδώντας του να το μερέψει. Και το φίλαγε. Πόσο το φίλαγε!
Όταν το είδε να ανασαίνει ήρεμα και ρυθμικά, κατάλαβε πως το ‘χε πάρει επιτέλους ο ύπνος. Έμεινε για λίγο και το κοίταζε. Το βλαστάρι της. Το σπλάχνο της. Έφερε στο νου της τι είχε γίνει πριν, εκεί έξω στην αυλή. Ποτέ δεν την ένοιαξε γι’ αυτήν. Ήταν πρόθυμη για κάθε θυσία, αρκεί να μην έλειπε έστω κι η σκιά του πατέρα απ’ το παιδί της. Όμως τώρα…
Τώρα όλα είχαν αλλάξει. Το ίδιο του το παιδί το ‘χε αδειάσει στο χώμα λες κι ήταν σακί με πατάτες. Το ‘χε πετάξει πέρα σαν άψυχο σκουπίδι. Το ‘χε χτυπήσει. Κι αν, όπως το ξερίζωνε ο αχρείος από την αγκαλιά της, του έκανε μόνιμη ζημιά; Κι αν δεν στέκονταν τόσο τυχερή και κείνο το χτύπημα είχε αποβεί μοιραίο; Όχι, όχι! Δεν μπορούσε καν να φέρει στο μυαλό της αυτή την προοπτική. Ζωή χωρίς το σπλάχνο της δεν υπήρχε.
Έσκυψε μες στην κούνια του και το φίλησε. Ύστερα πήγε στην εξώπορτα. Το πρόσωπό της μια κέρινη μάσκα. Χλωμή κι ούτε ίχνος συναισθήματος δεν διαγράφονταν στα μαύρα μάτια της. Αφουγκράστηκε για λίγο κι έπειτα άνοιξε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε την πόρτα. Και νάτος. Σωριασμένος στο τέρμα της σκάλας, όπως είχε πέσει, να διαγράφεται η φιγούρα του στο ελάχιστο φως της χαραυγής, σε μια στάση τόσο φυσική, λες κι είχε κουλουριαστεί και κοιμόταν. Βγήκε έξω και κατέβηκε τα σκαλιά ήρεμα. Τον πλησίασε. Έσκυψε από πάνω του και τον κοίταξε. Δυστυχώς ακόμα ανέπνεε το κάθαρμα. Πιότερο το μεθύσι τον είχε ρίξει κάτω, παρά η τούμπα από τη σκάλα. Τον προσπέρασε προσεκτικά και κατευθύνθηκε στο μικρό το αποθηκάκι, που είχαν κάτω από τη σκάλα. Εκεί που φυλάγανε τα ξύλα για το τζάκι, εκεί που είχανε το κούτσουρο για να κόβουν το κρέας από τα γουρούνια, που σφάζανε δυο φορές το χρόνο.
Πήρε το τσεκούρι. Βγήκε έξω πάλι, στάθηκε δίπλα του. Τον κοίταξε. Κι έπειτα με μια σταθερή, αποφασιστική κίνηση, του κατέβασε με όλη της τη δύναμη το τσεκούρι στο κεφάλι και του το άνοιξε στα δύο. Έπειτα πήγε κι έπλυνε το τσεκούρι στη στέρνα. Γύρισε και το έβαλε στη θέση του. Μετά, τον τράβηξε από τα πόδια και τον έβαλε στο αποθηκάκι, αφήνοντας πίσω της μια αυλακιά αίμα. Τον έγδυσε χωρίς να βιάζεται κι έμασε τα ρούχα του σωρό σε μιαν άκρη στην αυλή. Ξαναγύρισε στο αποθηκάκι κι αυτή τη φορά πήρε στα χέρια της τον μπαλτά. Είχε ξανατεμαχίσει γουρούνι, δε θα ‘ταν δύσκολο.
Γκαπ! Γκαπ!Γκαπ! Ακούγονταν απ’ έξω κοφτός ο ήχος του μπαλτά να πέφτει πάνω στο κούτσουρο. Τα σκυλιά που είχαν λίγο παρέκει στο κλουβί, τα αγαπημένα του σκυλιά που είχε για το κυνήγι, αλυχτούσανε χωρίς σταματημό. Πότε το ένα, πότε το άλλο, πότε και τα δύο μαζί.
Σαν τέλειωσε τη δουλειά της, μάζεψε τα κομμάτια και τα πέταξε στα σκυλιά. Κι εκείνα έπεσαν σαν λυσσασμένα και κατασπάραξαν τις σάρκες. Έτσι τα ‘χε μαθημένα ο ασυγχώρητος. Τα τάιζε κρέας ωμό για να τα ‘χει άγρια, όπως τα ‘θελε για το κυνήγι. Τα κοίταξε για μια στιγμή. Κι ύστερα τους έβαλε καθαρό νερό. Κι έπλυνε με το λάστιχο τη σκάλα και το αποθηκάκι. Κρέμασε τον μπαλτά στη μεριά του. Είχε πια ξημερώσει για τα καλά.
Πήγε και ράντισε τα ρούχα του με πετρέλαιο. Έβαλε φωτιά. Εκείνη την ώρα πέρασε ο γείτονας, που τραβούσε κάθε πρωί για τον στάβλο του, για να φροντίσει τα ζα.
«Ίντα καις εκεί τέτοιαν ώρα;», την ρώτησε αφού πρώτα της είχε νεύσει καλημέρα με το κεφάλι.
«Τα ρούχα του Νικήτα», του απάντησε απλά εκείνη.
«Κι ο Νικήτας πού είναι;», την ρώτησε και πάλι αυτός.
«Ταϊζει τα σκυλιά», του απάντησε στον ίδιο αδιάφορο τόνο η Κρινιώ.
Έμεινε και την κοίταζε. Στην αρχή με μια έκφραση απορίας, μέχρι να συνειδητοποιήσει τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό που του είπε. Έπειτα, όταν την πρόσεξε καλύτερα, είδε πως είχε πάλι μελανιές στο πρόσωπο. Και πως ήταν χωρίς το ένα παπούτσι. Και πως τα ρούχα της ήταν βρεγμένα και γεμάτα αίματα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, σήκωσε το κεφάλι του και το κατέβασε και πάλι, δείχνοντας πως κατάλαβε.
«Μαθές τη γνώμη μου, τράβα να αλλάξεις και φέρε και τα δικά σου πριν λιγοστέψει η φωτιά», της είπε στο τέλος και σηκώνοντας το χέρι του προς το κεφάλι του σε χαιρετισμό, της γύρισε την πλάτη και συνέχισε ήρεμα τον δρόμο του.
[πηγή – επιθεώρηση ποιητικής τέχνης / ποιείν]