”Το τρένο … μέσα μου” – Γιάννης Ξανθούλης
Νησί για μένα ήταν ένας υγρός τόπος που οι κάτοικοι δεν είχαν επίθετα παρά μόνον παρατσούκλια. Ήμουν βέβαιος ότι χόρευαν υποχρεωτικά τουλάχιστον πέντε φορές ημερησίως δύσκολους χορούς με τοπικές ενδυμασίες κι ότι στο ενδιάμεσο έβοσκαν κατσίκια, έπηζαν μυτζήθρες, λαδοτύρια, κοπανιστή ή μάζευαν κάπαρη από τα κατσάβραχα. Όταν δεν χόρευαν βουτούσαν μεταξύ άλλων στο βυθό για σφουγγάρια με τρομακτικά περίπλοκη εξάρτηση και άμεσο κίνδυνο της ζωής τους. Νόμιζα πως οι νησιώτες πίστευαν σε μια παραλλαγή των στερεοτύπων θεοτήτων, που έπρεπε να «τάξεις» κάτι σε χρυσό για να μπεις στην ελπιδοφόρα λίστα του ΘΑΥΜΑΤΟΣ.
Η Τήνος ήταν το αποκορύφωμα αυτής της ύποπτης συναλλαγής, «φως φανάρι».
Νησί για μένα πέρα από τη «Νήσο των θησαυρών», βέβαια, ήταν ένα ανεξερεύνητο μέρος, που οι νησιώτες δεν γνώριζαν απολύτως πώς να διαχειριστούν τα αρχαιολογικά ευρήματα προηγουμένων πολιτισμών.
Έτσι κυλούσε η ζωή με αφόρητο άνεμο, ήλιο και περίμεναν από στιγμή σε στιγμή να εκραγεί το κοιμισμένο ηφαίστειο κάτω από τα πόδια τους. Σα να μην έφταναν όλα αυτά τους έστελναν σωρηδόν και τους κομμουνιστές για τιμωρία.
Κάποια στιγμή εμφανίζονταν οι πειρατές και τους έσφαζαν όλους. Όσοι γλίτωναν μασούσαν χιώτικη μαστίχα, που ήταν σκληρή σε αντίθεση με τις ροζ αμερικάνικες τσίχλες. Ο Καπετάνιος παραδοσιακά είχε μια κόρη πεντάμορφη, που αγαπούσε τον επίσης πεντάμορφο γιο του φτωχού ψαρά, που ποτέ δεν είχε πιάσει ψάρι μεγαλύτερο από γαύρο. Άλλο ένα δράμα που συνήθως τέλειωνε με αυτοκτονία από τον γρανιτένιο βράχο, που στην άκρη του βρισκόταν το ξωκλήσι του Άη Νικόλα, προστάτη των ναυτικών αλλά ποτέ των ερωτευμένων.
Το καράβι δεν μπορούσε να προσεγγίσει το νησί λόγω φουρτούνας και γύριζε πίσω σε ασφαλή λιμάνια. Μόνον αν έταζες στον άγιο δέκα βαρέλια λίρες σε άφηνε να πλησιάσεις το νησί. Αν πάλι κάποιος αρρώσταινε, τον τρέχαν στη μαμή ή στην αενάως θαυματουργή Αγία Τάδε για ξεμάτιασμα.
Όταν πέθαινες έβαζαν δυναμίτη για να σπάσει το πέτρινο έδαφος και να σε θάψουν… Κι όταν ξενιτευόσουν, πέθαινες στα ξένα άρρωστος από νοσταλγία για το νησί.
….. Πέρασαν αρκετά χρόνια για να σχηματίσω κάπως σωστή ιδέα περί νησιών, που στο μεταξύ είχαν γίνει μόδα εφιαλτική με μπαρ, κότερα –βίλες νεόπλουτων –και στρατιές γκαρσονιών.
Τα πράγματα πήραν ελαφρώς να αλλάζουν στα δέκα μου χρόνια. Δηλαδή γύρω στο 1957. Νησί δεν είχα επισκεφθεί αν και καθημερινά έβλεπα απέναντί μου την επιβλητική σιλουέτα της Σαμοθράκης, νήσο των Καβείρων με τις ξεχωριστές μυστικιστικές ερωτικές επιδόσεις.
Ως σινεφίλ μανιακός φρόντισα πρωτίστως να φαντασιωθώ πως η Σαμοθράκη ήταν ανάλογη περίπτωση με το σήμα –λογότυπο της «Παραμάουντ». Η παρανόηση όμως συνεχίστηκε υποπτευόμενος πως το Άγιον Όρος ήταν νησί γεμάτο με καλόγερους ενώ το Γαλαξίδι δεν ήταν παρά μια μυστηριώδης συνταγή καλλυντικής λοσιόν από γάλα και ξύδι. Δεν απέκλεια την περίπτωση εκτός αυτού να είναι ΚΑΙ νησί. Όλα ήταν δυνατά σε μια κατά φαντασίαν Ελλάδα με άπειρα νησιά γεμάτα ανθρώπινα δράματα λόγω γεωγραφικής διαστροφής και μόνο. Όσο για την «λεβεντομάνα» Μεγαλόνησο Κρήτη την είχα συνδέσει με τις Σταρ Ελλάς που σχεδόν όλες εκείνα τα χρόνια ήταν αγνές Κρητικοπούλες.
Στα χρόνια αυτά κατάφερα να ενημερωθώ πως ο συγγραφεύς του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» που είδα στο σινεμά παράνομα αν και «αυστηρώς ακατάλληλο» είχε «αφοριστεί» από την Εκκλησία. Συχνά όταν με μάλωναν στο σπίτι με αποκαλούσαν «αφορεσμένο» (νόμιζα πως αφορεσμένος είναι κάποιος που δεν φοριέται) οπότε ένιωσα συγγένεια προς τον συγγραφέα εκείνης της αγριευτικής ασπρόμαυρης ταινίας. Τον Ντασσέν δεν τον είχα αφομοιώσει όμως ήξερα την Μελίνα Μερκούρη –πάντα παράνομα –από την ταινία «Στέλλα». Έτσι εντυπωσιάστηκα που ο Καζαντζάκης ( πολλοί τον μπέρδευαν με τον Καζαντζίδη) ήταν κρητικός όπως η κυρία Αλεξάνδρα εξ Ηρακλείου οικογενειακή μας φίλη που είχε κρητική προφορά.
Μέσα σε αυτή τη λιμνοθάλασσα των εντυπώσεων με πέτυχε το 1959 της επώδυνης εφηβείας. Και το 1959 παρέμενα άβραχτος από νησί. Είχα όμως πολλές πληροφορίες για την Κρήτη Πρώτα από το φλμ «Η αρπαγή του στρατηγού Κράιπε» με τον Κουρτ Γιούργκενς που έκανε τον γερμανό στρατηγό που τον απαγάγει ο συγγραφέας Πάτριλ Λη Φέρμορ που υποδυόταν ο Ντερκ Μπόγκαρντ και μετά το ελληνικό «Νησί των γενναίων» όπου η Καρέζη ως Ελληνίς Μάτα Χάρι τραγουδούσε «Λόγο στον λόγο και ξεχαστήκαμε…. Μην το ρωτάς στον ουρανό».
Εκεί πάνω κάτω ξεκινά και ο έρωτας για τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και αρχίζει να διαλύεται σιγά σιγά η ομίχλη της νησιωτικής μου κουλτούρας. Αυτό δεν σήμανε πως έπαψα να είμαι καχύποπτος με την νησιωτική Πατρίδα, τις ξερονήσους, τις βραχονησίδες, τα έντυπα του τουρισμού με τους παπάδες που έπιναν ούζο χαϊδεύοντας γάτες με φόντο ξωκλήσια κατάλευκα ή την θλιμμένη τέως αυτοκράτειρα της Περσίας Σοράγια που ζητούσε μάταια παρηγοριά στις μυτζήθρες και στην αρρενωπή ψαριά του καπετάν Γιακουμή.
Πέρασε πολύ καιρός, πολλά καλοκαίρια αλλά όσες φορές ξεκίνησα να πάω σε λιμάνι κατέληξα περιέργως στο Σταθμό Λαρίσης….
Ο Γιάννης Ξανθούλης γεννήθηκε το 1947 στην Αλεξανδρούπολη, στον Έβρο, από γονείς πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Σπούδασε δημοσιογραφία και σχέδιο. Από το 1969 εργάζεται ως δημοσιογράφος και χρονογράφος σε εφημερίδες, περιοδικά και ραδιόφωνο. Ασχολήθηκε με το παιδικό θέατρο. Έγραψε και εικονογράφησε παιδικά βιβλία. Μερικά απ” αυτά: «Μέσα στο νερό δασκάλα», «Ανέβα στη στέγη να φάμε το σύννεφο», «Ο μάγος με τα χρώματα», «Τύμπανο, τρομπέτα και κόκκινα κουφέτα», «Μια τρελή τρελή πολυκατοικία». Σατυρικά κείμενα και θεατρικά έργα του – περισσότερα από τριάντα – παρουσιάστηκαν στο ελληνικό θέατρο. Ασχολήθηκε για αρκετά χρόνια με την επιθεωρησιογραφία. Το 1981 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο μεγάλος θανατικός», και ακολούθησαν: «Οικογένεια μπες-βγες», 1982, «Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα», 1984, «Ο Σόουμαν δε θα “ρθει απόψε», 1985, «Το πεθαμένο λικέρ», 1987, «Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας», 1989, «Το ρόζ που δεν ξέχασα», 1991, «Η εποχή των καφέδων», 1992, «Η Δευτέρα των αθώων», 1994, «Το τρένο με τις φράουλες, 1996, «…Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες», 1998, «Ο Τούρκος στον κήπο», 2001, «Το τανγκό των Χριστουγέννων», 2003, «Ο θείος Τάκης», 2005, «Του φιδιού το γάλα», 2007, «Κωνσταντινούπολη – των ασεβών μου φόβων» (2008), «Δεσποινίς Πελαγία» (2010) και «Ο γιος του δάσκαλου», 2012. Βιβλία του έχουν μεταφερθεί στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ολλανδικά, ιαπωνικά, δανέζικα, και σε άλλες γλώσσες. Επίσης έχει εκδώσει το αυτοβιογραφικό του αφήγημα «Στην κουζίνα των φαντασμάτων» (από τη σειρά: «Η κουζίνα του συγγραφέα» των εκδόσεων Πατάκη), καθώς και μια ανθολογία λογοτεχνικών κειμένων με θέμα την Κωνσταντινούπολη («Κωνταντινούπολη: Μια πόλη στη λογοτεχνία», Μεταίχμιο, 2004). Ζει στην Αθήνα και είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών.
Τα καράβια δεν του αρέσουν καθόλου…” Γι’ αυτό άλλωστε οι ήρωές μου δεν επιβιβάζονται ποτέ σε καράβι για να ταξιδέψουν.Τελευταία ζωγραφίζω όλο και περισσότερα τρένα. Είναι ένα αγαπημένο μέσο για μένα, ο παππούς μου εργαζόταν στους πάλαι ποτέ γαλλικούς σιδηροδρόμους. Στα σπίτια όπου μεγάλωσα απ’ έξω περνούσαν πάντα οι γραμμές τους. Τα τρένα υπάρχουν μέσα μου, συναισθηματικά και εικαστικά”.