Χρωστάω μια αγκαλιά.

 

Το ήξερα ότι ήταν η τελευταία φορά που σ’ έβλεπα…και δε γύρισες καν να με κοιτάξεις, γιατί –απλά- το ήξερες κι εσύ!

Γι’ αυτό δε το ‘κανες! Για να μη συναντηθούν οι ματιές μας και ξεχειλίσει ο ωκεανός που κρυβόταν μέσα τους…
Δε ξέρω ποιος φοβήθηκε πιο πολύ τη στιγμή εκείνη…
Εσύ ή εγώ;

Ξέρω όμως πως σκεφτήκαμε κι οι δυο, το ίδιο πράγμα, πως αυτή είναι η «τελευταία φορά» που συναντιόμαστε «εδώ».
Τρικυμία στην καρδιά μου την ώρα που σου είπα «γειά»…
Δε ξέρω αν το ‘νιωσες, αλλά νομίζω πως ναι!

Και μακάρι να το ‘νιωσες και να με συγχώρησες που δε σου ‘δωσα μια τελευταία αγκαλιά…

Ήθελα τόσα πολλά να σου πω κι αρκέστηκα σ’ ένα ξερό «γειά» κι ας ήξερα ότι φεύγεις…
Δείλιασα μη προδοθώ και φανεί πόσο πονάω…
Μα πόσο ηλίθια φέρθηκα, Θεέ μου!
Αντί να σ’ αγκαλιάσω και να κλείσω σ’ αυτή την αγκαλιά όλα αυτά που ένιωθα για σένα να τα πάρεις μαζί σου σαν «κατευόδιο» για να θυμάσαι… δείλιασα και το ‘βαλα στα πόδια!
Να θυμάσαι…(?) Αν μπορείς να θυμάσαι…

Αν έχουν μνήμη οι νεκροί…

Δε ξέρω! Αναρωτιέμαι. Κι όσο αναρωτιέμαι, τόσο δε ξέρω!
Πάνε τόσες μέρες κι εσύ το μόνο που κάνεις, είναι να ντύνεις την απουσία με σιωπή και να περνάς απ’ τα όνειρά μου ανεπαίσθητα σαν οπτασία…
Μόνο αυτό! Το τόσο «λίγο»…
Νομίζω πως χαμογελάς, αλλά και πάλι όταν ξυπνώ δεν είμαι σίγουρη.
Ποτέ δεν ήμουν σίγουρη αν ξέρεις…Αν έχεις καταλάβει πόσα πολλά σημαίνεις για μένα!
Αναρωτιόμουν, αν ξέρεις πόσο σημαντικό ρόλο παίζεις στη ζωή μου, στον τρόπο που σκέφτομαι και λειτουργώ, στον τρόπο που βλέπω τα πράγματα, που χάρη σε σένα άλλαξε κι έγινε πιο εποικοδομητικός κι ας μη σου το είπα ποτέ!
Ήλπιζα να το ξέρεις! Και νόμιζα πως θα προλάβω κάποια στιγμή να σου πω, πως χάρη σε σένα και την οπτική σου, έγινα –λίγο– καλύτερος άνθρωπος κι εγώ…
Ήμουν βέβαιη πως είχαμε χρόνο ακόμη…

Βέβαιη; Μα πόσο θράσος μπορεί να είχα ώστε να θεωρώ δεδομένο ότι εσύ δε θα φύγεις, και πόση ανάγκη να πιστέψω πως θα είσαι εδώ φωτεινός σηματοδότης;;
Ναι! Θα στοιχημάτιζα ότι εσύ δε θα έφευγες ποτέ! 

Τόσο ήταν το πείσμα σου κι η δίψα σου «να είσαι εδώ» για να προσφέρεις…
Κι όμως! Το στοίχημα χάθηκε…
Αμείλικτος ο χρόνος «έκανε πλάτες» στον εφιάλτη που σε τραβούσε μακριά.
Έφευγες κι ήταν λες, και δε πήρε χαμπάρι κανείς μας!
Ο θάνατος σε τύλιγε με την οσμή του κι εμείς κλείναμε τις μύτες μας να μη τον μυρίσουμε, σφαλούσαμε τα μάτια μας να μη δούμε τη χλωμάδα σου και τ’ αυτιά μας να μην ακούσουμε τις φυλακισμένες αναπνοές σου που δραπέτευαν ζορισμένες απ’ το σώμα που εγκατέλειπε…
Μα ήταν οι τελευταίες σου! κι ας αρνιόμασταν να το πιστέψουμε! Κατά βάθος το ξέραμε…
Θέλω να σου πω ότι μου λείπεις! και σου χρωστάω μια αγκαλιά…
Όσο κι αν σε κουβαλώ μέσα μου, πάντα θα λείπεις και θα με πληγώνει η απουσία σου κι αυτό το «αντίο» που δε σου το ‘πα όπως θα ήθελα να στο πω.
Πάνε κιόλας 40 μέρες…
Όλα αυτά για τα οποία πάντα ανησυχούσες και «τρωγόσουν», έχουν πάρει το δρόμο τους… και μόνο εσύ δεν είσαι εδώ!

Πολλές φορές κοιτώ στον ουρανό και σκέφτομαι:
«Ξέρω πως ήσουν πάλι εσύ!»

Να είσαι καλά, εκεί που είσαι, να μην πονάς, να μη λυπάσαι και να ‘ρχεσαι που και που στα όνειρά μου και να μου χαμογελάς…
Και να θυμάσαι, πόσο πολύ σ’ αγαπούσα! γιατί αυτό το ξέρω πως το ήξερες!
Να το θυμάσαι! Αν θυμούνται οι νεκροί…
(δείξε μου σημάδι!…να το ξέρω…)

Αφιερωμένο.

Της Χριστίνας Ζαμπούνη

[πηγή- αναπνοές]

Σχόλια

σχόλια