Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν οι φαρμακοποιοί της Θεσσαλονίκης σχετικά με τις λίστες αναμονής ασθενών που ζητούν να αναλάβουν τα αναγκαία για τους ίδιους φάρμακα.
Σε ανακοίνωση του Φαρμακευτικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης τονίζονται τα εξής:
Στην ουρά για να βρουν το πολυπόθητο φάρμακο είναι αναγκασμένοι να περιμένουν οι ασθενείς στην Θεσσαλονίκη. Οι λίστες αναμονής αποτελούν καθημερινό φαινόμενο στα φαρμακεία της πόλης, με τους φαρμακοποιούς να ψάχνουν εναγωνίως τρόπους να μην αφήσουν τους πολίτες χωρίς την αναγκαία για την υγεία τους φαρμακευτική αγωγή. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σε καθημερινή βάση υπάρχουν τουλάχιστον 15 άτομα σε αναμονή ανά φαρμακείο, τα οποία εναλλάσσονται, ενώ το χρονικό διάστημα που καλούνται συνήθως να περιμένουν κυμαίνεται από 25 ημέρες έως και 3 ή 4 μήνες, ανάλογα με το φάρμακο που ζητούν.
Όπως δηλώνει ο πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (ΦΣΘ) Κυριάκος Θεοδοσιάδης, αιτία της κατάστασης αυτής είναι οι δραματικές ελλείψεις εμβολίων και φαρμάκων που καταγράφονται με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία δύο χρόνια. Μάλιστα, οι ελλείψεις αυτές αφορούν κατά κύριο λόγο πρωτότυπα φάρμακα, τα οποία δεν αντικαθίστανται.
«Αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζουμε σοβαρές ελλείψεις σε εμβόλια για παιδιά ηλικίας από 6 μηνών έως 15 ετών, όπως για ιλαρά, ανεμοβλογιά, αλλά και ηπατίτιδα. Κάθε φαρμακείο έχει λίστα αναμονής τουλάχιστον 15 ασθενών, ενώ πολλοί δηλώνονται σε περισσότερα του ενός φαρμακεία ώστε να έχουν περισσότερες πιθανότητες να βρουν το πολυπόθητο εμβόλιο», εξηγεί ο κ. Θεοδοσιάδης και προσθέτει ότι «σοβαρές είναι οι ελλείψεις και σε κάποια σκευάσματα σιδήρου, σε φάρμακα για την υπέρταση και το γαστρεντερικό, αλλά και σε ινσουλίνες».
Σύμφωνα με τον ίδιο, ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι τόσο τα εμβόλια, όσο και οι ινσουλίνες δεν μπορούν να αντικατασταθούν από άλλα. Ειδικά για την ινσουλίνη, η δοσολογία της καθορίζεται με βάση το συγκεκριμένο φάρμακο που παίρνει ένας ασθενής και σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται με τις αντιβιώσεις, οι οποίες μπορεί να κυκλοφορούν σε δέκα διαφορετικές συσκευασίες και μπορούμε να δώσουμε μια άλλη μάρκα διαφορετικής εταιρείας, αλλά με την ίδια δραστική ουσία στον ασθενή.
«Επίσης, υπάρχει φάρμακο για την αναιμία, το οποίο είναι σε έλλειψη και οι γιατροί αναγκάζονται να συνταγογραφούν δύο μαζί για να καλύψουν το ένα. Κι όταν ο ασθενής είναι αναγκασμένος να παίρνει πολλά φάρμακα, δυσκολεύεται να συμμορφωθεί στην αγωγή του. Επίσης, τα φάρμακα που συνήθως λείπουν είναι τέτοια που για να πάρει κάποιος άλλο, θα πρέπει ο γιατρός του να αλλάξει το σχήμα θεραπείας του και να το προσαρμόσει στα νέα δεδομένα. Κι αυτό δεν είναι πάντα εφικτό. Πάντως, σε καθημερινή βάση λείπουν κατά μέσο όρο 70-80 σκευάσματα, αριθμός που αυξομειώνεται», επισημαίνει ο κ. Θεοδοσιάδης.
Μάλιστα έχει δημιουργηθεί και ομάδα στο Facebook, όπου οι φαρμακοποιοί προσπαθούν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον στο θέμα αυτό, ώστε να μην αφήσουν τους πολίτες χωρίς φάρμακο.
Όπως εξηγεί ο κ. Θεοδοσιάσης, κύρια αιτία των ελλείψεων είναι η περιορισμένη ποσότητα φαρμάκων που στέλνουν οι μητρικές εταιρείες εξαιτίας των χαμηλών τιμών των φαρμάκων στη χώρα μας, αλλά και για αποφυγή των παράλληλων εξαγωγών. Επίσης, συχνά προκύπτουν ελλείψεις εξαιτίας προβλημάτων στην παραγωγή των φαρμάκων, όπως για παράδειγμα στις εγκαταστάσεις παρασκευής τους ή στις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι εύκολο η εταιρεία να αλλάξει χώρα και τόπο παραγωγής και να επιλέξει άλλη, διότι απαιτείται έγκαιρος προγραμματισμός κι επιπλέον τα συμβόλαια και οι συμφωνίες που κάνουν είναι μακροχρόνια.